Αναρτούμε στο
LEFTeria-news μια ανάλυση με στατιστικά στοιχεία, σχετικά με την πραγματικότητα της οικονομίας επί δικτατορίας.
Πως πραγματικά κατάφεραν οι "σωτήρες" της επταετίας να κάνουν τον δανεισμό της χώρας να υπερβεί κατά τρείς φορές το σύνολο των δανείων που είχε λάβει η χώρα, από ιδρύσεως του ελληγνικού κράτους
Τα οικονομικά της μεγάλης αυταπάτης
Του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Α. ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
δρος οικονομολόγου, συγγραφέα
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 19 Απριλίου 2014
Ποια ήταν η οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδας του
1967-1974; Ενα «οικονομικό θαύμα», όπως θριαμβολογούσαν οι ηγέτες του
πραξικοπήματος; Μία κατάσταση που οδήγησε «στην άβυσσο, στο χείλος του
γκρεμού», όπως έλεγαν συντηρητικοί Ελληνες οικονομολόγοι;
Η παράδοση της χώρας στο ξένο κεφάλαιο, όπως υποστήριζαν οι
αναλυτές και οι πολιτικοί της Αριστεράς; Μία «άφρων, ασυντόνιστος» πολιτική,
όπως σχολίαζαν πολιτικοί της Δεξιάς; 'Η «μία από τα ίδια», όπως θα έλεγε κυνικά
ο σημερινός μέσος σχολιαστής; Στο κείμενο αυτό θα εξετάσουμε μερικά στατιστικά
δεδομένα (σε όποιο βαθμό αποτυπώνουν την πραγματικότητα), υπενθυμίζοντας ότι ο
τρόπος με τον οποίο έβλεπαν οι Ελληνες την οικονομία πριν από τριάντα χρόνια
διέφερε πολύ από το σημερινό. Οράματα και ιδεολογήματα, όπως η αυτοτελής
ανάπτυξη, έχουν εξοβελιστεί από άλλα οράματα και ιδεολογήματα, όπως η
παγκοσμιοποίηση.
Αν υπάρχει ένα κοινό
σημείο ανάμεσα στη δεκαετία του 1960 και του 2000, είναι η σκληρή
πραγματικότητα της οικονομίας: το εμπόριο αύξανε και αυξάνει ταχύτερα από την
υλική παραγωγή και οι πιστώσεις ταχύτερα από το εμπόριο. Γύρω από την απλή αυτή
κίνηση, καθείς μπορεί να διαμορφώσει όποια μυθολογία επιθυμεί.
1. Μακροοικονομικά
μεγέθη
1.1 Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν.
Οπως φαίνεται στο γράφημα 1,
το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε εντυπωσιακά στην περίοδο της
δικτατορίας. Το 1966 πλησίαζε τα 700 δολάρια. Το 1967 τινάχθηκε στα 800. Ο Ν.
Μακαρέζος σε άρθρο του, που έγινε δεκτό στους Financial Times, τον Φεβρουάριο του
1969, προέβλεπε ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα έφτανε τα 1.000 δολάρια το έτος
1972. Στην πραγματικότητα, ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε μόλις το 1970! Το ΑΕΠ
συνέχισε να αυξάνει και τα επόμενα χρόνια, ξεπερνώντας κατά κεφαλήν τα 1.200
δολάρια το 1973, για να υποστεί μικρή κάμψη το 1974.
Το πέρασμα από τα 700 στα 1.250 δολάρια μέσα σε έξι χρόνια
δεν ήταν ένα απλό στατιστικό φαινόμενο. Στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει μια
πορεία, που σε άλλες χώρες χρειάστηκε δεκαετίες για να επιτευχθεί. Με αυτή την
έννοια, ήταν πράγματι πορεία εντυπωσιακή. Ομως, θα αλλοίωνε κανείς την
πραγματικότητα, αν δεν λάμβανε υπόψη τι είχε συμβεί πριν από τη δικτατορία. Το
1953 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν περίπου 300 δολάρια. Το 1965 είχε περάσει τα 600
και όπως φαίνεται στο γράφημα 1, η πορεία του δείκτη στα δύο χρόνια πριν από το
πραξικόπημα υπήρξε εξ ίσου εντυπωσιακή.
Συνεπώς, στην περίοδο 1967-1974 συνεχίστηκε μια πορεία που
είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν, τότε που διαμόρφωναν την οικονομική πολιτική
οι κυβερνήσεις του Συναγερμού και της ΕΡΕ. Η πορεία αυτή αντανακλούσε τη γενική
κατάσταση στη Δύση.
Οι δυτικές οικονομίες βρίσκονταν σε ανοδική φάση, με
υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ελάχιστη ανεργία. Αν, συνεπώς, υπάρχει κάτι προς
έρευνα στην ελληνική περίπτωση, είναι ο τρόπος με τον οποίο ασκήθηκε η
οικονομική πολιτική, ώστε να συνεχίσει να επιτυγχάνει ρυθμούς ανάλογους και
κάπως υψηλότερους από το παρελθόν.
1.2 Επενδύσεις. Οι αναλυτές που έχουν ασχοληθεί με τα
στατιστικά δεδομένα συμφωνούν ότι η ατμομηχανή για τις εξελίξεις στα τέλη της
δεκαετίας του 1960 ήταν ο ρυθμός αύξησης του παγίου κεφαλαίου, δηλαδή οι
ακαθάριστες επενδύσεις.
Το σύνολο των επενδύσεων (βλέπε γράφημα 2, άνω καμπύλη)
παρουσίασε κάμψη στα τελευταία χρόνια πριν από το πραξικόπημα και στον πρώτο
χρόνο της δικτατορίας, ιδιαίτερα μάλιστα οι ιδιωτικές επενδύσεις (στο ίδιο
γράφημα, μεσαία καμπύλη), ενώ οι κρατικές επενδύσεις διατήρησαν μια σταθερότητα
(στο ίδιο γράφημα, κάτω καμπύλη).
Γι' αυτό και από το 1967 οι δικτάτορες έλαβαν μέτρα για την αύξηση
των ιδιωτικών επενδύσεων, κυρίως με τον Α.Ν. 147/67, που καθιέρωσε σειρά
φορολογικών κινήτρων. Ακόμη πιο αποτελεσματικά ήταν τα μέτρα που έλαβαν στις
αρχές του 1968, αυξάνοντας πρακτικά τον οικοδομικό συντελεστή στην Αθήνα και
τις μεγάλες πόλεις. Ετσι, τα δύο επόμενα χρόνια παρατηρήθηκε μια εντυπωσιακή
διόγκωση των ιδιωτικών επενδύσεων, την οποία υποστήριξε μια ήπια αύξηση των
κρατικών. Το 1970 οι συνολικές επενδύσεις προσωρινά υποχώρησαν, για να
ακολουθήσει νέα αύξηση μέχρι το 1973, οπότε επήλθε επενδυτική κατάρρευση. Στο
διάστημα 1970-1973, οι ιδιωτικές επενδύσεις κινήθηκαν ανοδικά, ενώ οι δημόσιες
κάμφθηκαν από το 1972.
Αν ανατρέξει κανείς στη σύνθεση αυτών των επενδύσεων, θα
διαπιστώσει ότι στην πρώτη θέση βρίσκονται οι επενδύσεις στην οικοδομή, που
ήταν πολλαπλάσιες από τις επενδύσεις στη βιομηχανία. Οπως είναι εύκολα
αντιληπτό, η οικοδομή γνώρισε άνθηση μέσα από την αύξηση των οικοδομικών
συντελεστών, αλλά και εξαιτίας των φορολογικών κινήτρων που δόθηκαν στους
μετανάστες, για να τοποθετήσουν το εισαγόμενο συνάλλαγμά τους σε αγορά
ακινήτων. Η «βεβαίωση αγοράς συναλλάγματος», που εξέδιδαν οι τράπεζες,
αποτέλεσε κομμάτι της καθημερινής ζωής και αντικείμενο πόθου χιλιάδων
μεταναστών, που συνέδεσαν την παλιννόστησή τους με την αγορά ενός ακινήτου.
1.3 Ο ρόλος των τραπεζών. Αντίθετα προς την οικοδομή, οι
επενδύσεις στη βιομηχανία όχι μόνο κρατήθηκαν χαμηλά, αλλά και βασίστηκαν
απολύτως στις τραπεζικές πιστώσεις.
Οπως φαίνεται στο
γράφημα 3, που εξετάζει ποιο ποσοστό των επενδύσεων στη μεταποίηση προέρχεται
από τραπεζικές πιστώσεις, η χρηματοδότηση της βιομηχανίας έφτασε σε βαθμό
παραλογισμού.
Στα 1964, σε κάθε 100 δραχμές που επενδύονταν στη
μεταποίηση, οι τράπεζες δάνειζαν τις 35 και οι επιχειρηματίες τοποθετούσαν τις
65. Το 1965, το ποσοστό ήταν μοιρασμένο: 50% οι τράπεζες και 50% οι
επιχειρηματίες. Το 1966, πριν ακόμη από τη δικτατορία, το μερίδιο των τραπεζών
προσέγγισε το 85%.
Δηλαδή, οι επιχειρηματίες συνεισέφεραν μόνο με
15 δραχμές σε κάθε επένδυση 100 δραχμών και χρεώνονταν τα υπόλοιπα.
Η κατάσταση έγινε
χειρότερη το 1967, οπότε και η αναλογία των τραπεζικών πιστώσεων έφτασε το 90%.
Το 1968, το μερίδιο των τραπεζών μειώθηκε στο (και πάλι
υπερβολικό) επίπεδο 70%, γεγονός που οδήγησε τους δικτάτορες σε απλούστευση των
πιστωτικών ελέγχων και έντονη εκστρατεία για την αύξηση των καταθέσεων.
Τα αποτελέσματα
φάνηκαν τα τρία επόμενα χρόνια, οπότε το μερίδιο των πιστώσεων σκαρφάλωσε στο
81%, έπειτα στο 87% και πάλι στο 90%. Στη συνέχεια, και παρά το γεγονός ότι οι
επενδύσεις ακολουθούσαν ανοδική πορεία (γράφημα 2), ο ρόλος των τραπεζικών
πιστώσεων στην υλοποίησή τους περιορίστηκε σταδιακά, χωρίς όμως να πάψει να
είναι υπερβολικός. Ηδη είχαν αρχίσει να εμφανίζονται συμπτώματα ανάσχεσης στην
αύξηση των καταθέσεων (από όπου αντλούνταν οι επενδύσεις), αλλά και σταδιακής
υπερθέρμανσης της οικονομίας, με αποτέλεσμα να ληφθούν περιοριστικά μέτρα.
1.4 Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Η δικτατορία έλαβε πρόνοια
για την ανάπτυξη του Χρηματιστηρίου. Παρασχέθηκαν ιδιαίτερα φορολογικά κίνητρα
με τον Α.Ν. 148/67, ο οποίος προέβλεψε και το θεσμό των αμοιβαίων κεφαλαίων.
Ακολούθησε μια χρηματιστηριακή ευφορία, που αποδείχθηκε βραχύβια. Το 1968 ο
όγκος των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 85% έναντι του 1967 και 150% έναντι του
1966. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε μέσα στο 1969 και ατόνησε στη συνέχεια. Τα
παίγνια του ΟΠΑΠ αποδείχθηκαν πιο αξιόπιστα.
2. Δημοσιονομικά
2.1 Δημόσιες δαπάνες. Οι δαπάνες του Δημοσίου σημείωσαν
συνεχή άνοδο από το 1961 ώς το 1974 (βλέπε γράφημα 4).
Μπορεί όμως κανείς να
ξεχωρίσει τρεις διαφορετικές κλίσεις στην καμπύλη. Μέχρι το 1963 (κυβερνήσεις
ΕΡΕ), ο ρυθμός αύξησης ήταν ήπιος. Από το 1963 μέχρι το 1966 (κυβερνήσεις
Κέντρου) ο ρυθμός γίνεται έντονος. Από το 1967 και μετά (δικτατορία) ο ρυθμός
γίνεται εντονότατος. Η σύνθεση των κρατικών δαπανών στη διάρκεια της
δικτατορίας δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί με αξιοπιστία. Ενα μέρος οδηγήθηκε
σίγουρα σε επενδύσεις (ανεξάρτητα από τη σημασία αυτών των επενδύσεων). Αλλά το
μεγαλύτερο φαίνεται να απορροφήθηκε στην επέκταση του δημόσιου τομέα και την
αύξηση του προσωπικού του.
Το περίεργο είναι ότι
δεν αυξήθηκαν -αντιθέτως μειώθηκαν- οι δαπάνες για την εθνική άμυνα.
Από την άλλη πλευρά, διογκώθηκαν οι δαπάνες
για την «εσωτερική ασφάλεια» του καθεστώτος.
Τέλος, ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο απορροφούσε η πληρωμή
των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους.
2.2 Δημόσιο χρέος. Πώς βρέθηκαν οι πόροι για τη διόγκωση των
κρατικών δαπανών; Κατ' αρχάς αυξήθηκε η φορολογητέα ύλη. Οι φόροι, ως ποσοστό
του ΑΕΠ, αυξήθηκαν κατά δύο έως τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
Αλλά η κύρια πηγή
ήταν ο δανεισμός.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος πολλαπλασιάστηκε (βλέπε γράφημα 5).
Ειπώθηκε μάλιστα ότι στα χρόνια της δικτατορίας, ο δανεισμός υπερέβη κατά τρεις
φορές το σύνολο των δανείων που είχε λάβει η χώρα από την ίδρυση του ελληνικού
κράτους μέχρι το 1967. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, το χρέος ήταν πάντως χαμηλότερο σε
σχέση με τα μεγέθη των επόμενων κυβερνήσεων.
2.3 Πληθωρισμός. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των
κρατικών δαπανών, η αύξηση των εισαγωγών (βλέπε παρακάτω), αλλά κυρίως η
διεθνής συγκυρία, που οδήγησε σε συρρίκνωση πολύ πιο ανθηρές οικονομίες από την
ελληνική, με τη διεθνή κρίση του πετρελαίου, είχαν καταλυτικές συνέπειες στο
δείκτη τιμών καταναλωτή. Από 2,5% το 1968, ο πληθωρισμός έφτασε το 6,6% το 1972
και προσέγγισε το 40% στις αρχές του 1974. Μόνο τότε, επί «κυβερνήσεως»
Ανδρουτσόπουλου, ελήφθησαν σκληρά αντιπληθωριστικά μέτρα, αλλά ήταν πλέον αργά.
3. Οι σχέσεις με το
εξωτερικό
3.1 Εισαγωγές και εξαγωγές. Τα δύο πρώτα χρόνια, η εξέλιξη
των εισαγωγών και των εξαγωγών ακολούθησε την προδικτατορική πορεία της (βλέπε
γράφημα 6).
Τα επόμενα χρόνια, χάρη στη λήψη ευνοϊκών μέτρων, όπως η ασφάλιση
των εξαγωγικών πιστώσεων και η πριμοδότηση ορισμένων μορφών βιοτεχνικών
εξαγωγών, οι εξαγωγές γνώρισαν αύξηση, η οποία μετά το 1971 έγινε εντυπωσιακή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των εξαγωγών συνδυάστηκε με τη βελτίωση του
μεριδίου του δευτερογενούς τομέα.
Ωστόσο, οι εισαγωγές διογκώθηκαν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς
από τις εξαγωγές, από το 1968 μέχρι το 1972, παρά την εκστρατεία υπέρ των
ελληνικών προϊόντων, που πήρε τις διαστάσεις μαζικής υστερίας. Από το 1972 και
έπειτα, η διόγκωση των εισαγωγών έλαβε τη μορφή χιονοστιβάδας εξαιτίας και της
αναδιάρθρωσης των τιμών σε διεθνές επίπεδο, από την εκτίναξη των τιμών των
καυσίμων.
Μέχρι τότε, η βελτίωση του τουριστικού συναλλάγματος, των
μεταναστευτικών εμβασμάτων και του ναυτιλιακού συναλλάγματος επέτρεψε να
καλύπτεται το διευρυνόμενο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου από τους άδηλους
πόρους, αλλά και από την καθαρή εισροή κεφαλαίων εξωτερικού (το 10% των βιομηχανικών
επενδύσεων προερχόταν από το εξωτερικό). Τα δύο τελευταία χρόνια της
δικτατορίας, οι πιέσεις στο ισοζύγιο πληρωμών έγιναν αφόρητες, γεγονός που
συνέβαλε στη διόγκωση του πληθωρισμού.
3.2 Τουρισμός. Οι κυβερνήσεις των δικτατόρων έδωσαν μεγάλη
σημασία στον τουρισμό. Ο αριθμός των τουριστών τετραπλασιάστηκε μεταξύ 1968 και
1971, οπότε και ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο. Η εξέλιξη αυτή συνδυάστηκε με την
αύξηση του αριθμού των κλινών με ρυθμό 9% το χρόνο. Για το σκοπό αυτό
διατέθηκαν υψηλές πιστώσεις, η ανέλιξη των οποίων κατέληξε σε «σκάνδαλα», τα
οποία «διερευνήθηκαν» ποινικώς κατά τη διάρκεια της «κυβέρνησης»
Ανδρουτσόπουλου.
Στο γράφημα 7 απεικονίζονται οι πιστώσεις προς τον τουρισμό,
σε σύγκριση προς τις πιστώσεις για τη βιοτεχνία. Μέχρι το 1966, οι δύο αυτοί
κλάδοι χρηματοδοτήθηκαν ισόμετρα. Από το 1967 παρατηρείται απόκλιση υπέρ του
τουρισμού (άνω καμπύλη),
ενώ από το 1971 τα υπόλοιπα των δανειοδοτικών
λογαριασμών προς τις τουριστικές επιχειρήσεις αυξήθηκαν με ακόμη μεγαλύτερη
ένταση, προφανώς διότι πολλά δάνεια δεν εξοφλήθηκαν.
Ετσι, παγιδεύτηκαν πιστωτικοί πόροι, που αν είχαν διατεθεί
στη βιοτεχνία θα είχαν ίσως μειωθεί τα φαινόμενα στενότητας στην προσφορά
αγαθών. Η στενότητα της προσφοράς του εγχώριου μεταποιητικού τομέα ήταν, σε
μεγάλο βαθμό, υπαίτια της έντασης των πληθωριστικών φαινομένων προς το τέλος
της δικτατορίας.
3.3 Ξένες εταιρείες. Από τους πρώτους μήνες, η δικτατορία
έλαβε ιδιαίτερη μέριμνα για την προσέλκυση κεφαλαίων του εξωτερικού. Εκτός από
την ειδική νομοθεσία, στο περίφημο «Σύνταγμα» του 1968 ελήφθη πρόνοια ώστε
καμιά μελλοντική κυβέρνηση να μην μπορεί να μειώσει τα προνόμια που έδινε το
νόμος 2687/1953 (της κυβέρνησης Παπάγου). Πάντως, μέχρι το 1970 περί τις 250
ξένες επιχειρήσεις εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, λόγω των φορολογικών και άλλων
κινήτρων. Στη διάρκεια της δικτατορίας, δέκα ξένες τράπεζες ίδρυσαν
υποκαταστήματα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη (που συγκέντρωσαν περίπου το 8%
των τραπεζικών εργασιών της χώρας), έναντι μόνο δύο ξένων τραπεζών που υπήρχαν
μέχρι το 1967. Ο συνολικός αριθμός των υποκαταστημάτων τους ήταν σχεδόν ίσος με
τον αριθμό των υποκαταστημάτων που ίδρυσαν οι ελληνικές τράπεζες στο εξωτερικό,
προκειμένου να προσελκύσουν τις αποταμιεύσεις των Ελλήνων του εξωτερικού.
3.4 Ναυτιλία. Το τμήμα της ελληνικής οικονομίας που γνώρισε
πραγματική άνθηση στη διάρκεια της δικτατορίας ήταν ο εμπορικός στόλος. Στα
τρία πρώτα χρόνια, η χωρητικότητα αυξήθηκε κατά 50%. Προς το τέλος της
δικτατορίας, η αξία του εμπορικού στόλου έφτασε τα 16 δισεκατομμύρια δολάρια
και ξεπερνούσε κατά πολύ την αξία όλων των βιομηχανικών εγκαταστάσεων που
βρίσκονταν στην Ελλάδα. Στις εξελίξεις αυτές, ο ρόλος της ελληνικής κυβέρνησης
δεν ήταν πρωταγωνιστικός. Περισσότερο πρέπει να ληφθούν υπόψη εξωγενείς
παράγοντες, όπως το κλείσιμο του Σουέζ και η άφθονη πιστοδότηση των
αμερικανικών και βρετανικών τραπεζών στους Ελληνες εφοπλιστές.
4. Απασχόληση
4.1 Αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων. Ο αριθμός των
απασχολουμένων αυξήθηκε στη διάρκεια της επταετίας και ο ρυθμός μετανάστευσης
μειώθηκε. Θέσεις απασχόλησης δημιουργήθηκαν όχι μόνο στον τριτογενή τομέα, αλλά
και στη μεταποίηση. Μέχρι το 1969, η απασχόληση δημιουργήθηκε κυρίως στις πολύ
μικρές μεταποιητικές μονάδες, που απασχολούσαν μέχρι 4 εργάτες ή υπαλλήλους
(βλέπε γράφημα 8).
Από το 1969 μέχρι το 1973 η κατάσταση άλλαξε. Παρατηρήθηκε
σοβαρή αύξηση θέσεων απασχόλησης στις μεγάλες επιχειρήσεις, αξιοσημείωτη αύξηση
στις μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ η απασχόληση στις μικρές επιχειρήσεις παρέμεινε
στάσιμη.
Τέλος, στις πολύ μικρές επιχειρήσεις υποχώρησε στα επίπεδα του 1963.
4.2 Αμοιβές. Οι αμοιβές των επί μέρους κλάδων των μισθωτών
καθορίζονταν με αποφάσεις πρωτοβάθμιων ή δευτεροβάθμιων διαιτητικών
δικαστηρίων, έμμεσα δηλαδή από το κράτος.
Τα τρία πρώτα χρόνια, οι αμοιβές των μισθωτών αυξήθηκαν σε
πραγματικές τιμές.
Στην περίοδο 1970-1972 εμφάνισαν στασιμότητα (κατά την
έκφραση του Γ. Παπαδόπουλου, «θα φάγωμεν λιγότερο, κύριοι, θα πίωμεν
ολιγότερον»).
Τέλος, στη διετία 1973-1974, οι πραγματικές αμοιβές
συρρικνώθηκαν δραματικά, λόγω του υψηλού πληθωρισμού.
5. Κοινωνικές παροχές
5.1 Ποσοστό κοινωνικών δαπανών στο ΑΕΠ.
Το ποσοστό των κοινωνικών δαπανών στο ΑΕΠ είναι ο μόνος
αντικειμενικός τρόπος για να εξετάσει κανείς συνολικά και γενικά το επίπεδο των
κοινωνικών παροχών. Τον πρώτο χρόνο της δικτατορίας το ποσοστό αυτό αυξήθηκε,
συνεχίζοντας την τάση που παρατηρείται στα προ της δικτατορίας χρόνια. Το 1969
υπήρξε μια μικρή αύξηση, τον επόμενο χρόνο μικρή μείωση και από το 1971 μια
σταθερή πτώση.
Στα 1974, το ποσοστό
των κοινωνικών δαπανών στο ΑΕΠ είχε συρρικνωθεί στα επίπεδα του 1965-1966.
5.2 Ασφαλιστικό. Μία από τις βασικές προτεραιότητες της
δικτατορίας ήταν η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος. Ο Γ. Παπαδόπουλος,
σε ομιλία του ενώπιον των «εκπροσώπων» των εργαζομένων και των συνταξιούχων,
δήλωσε στις αρχές του 1969 ότι δεν επρόκειτο «να θιγούν συνταξιοδοτικά
δικαιώματα», αλλά απλώς το σύστημα θα έμπαινε σε μία τάξη, με την ομαδοποίηση
των ασφαλισμένων κατά φορείς. Ακόμη όμως και οι διορισμένοι «εκπρόσωποι»
αντέδρασαν και η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, παρά την προπαγάνδα,
δεν εφαρμόστηκε.
5.3 Συντάξεις στους «αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης».
Ταυτόχρονα με την αναμόρφωση του ασφαλιστικού, η δικτατορία παραχώρησε
συντάξεις και σε «αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης».
Επρόκειτο για μία εκδοχή της «Εθνικής Αντίστασης», η οποία
προχωρούσε μέχρι και την «περίοδο του συμμοριτοπόλεμου», με την προϋπόθεση ότι
ο συνταξιούχος είχε επιλέξει τη σωστή πλευρά. Σύμφωνα με το νομοθέτημα, δεν
δικαιούνταν σύνταξη άτομα που προσέφεραν μεν εθνικές υπηρεσίες, αλλά απομακρύνθηκαν
από την «εθνικήν οικογένειαν προσχωρήσαντα εις αντεθνικάς παρατάξεις».
5.4 Σεισάχθεια για επαγγελματικά χρέη. Το 1968 το καθεστώς
αποφάσισε τη μαζική απελευθέρωση των επιχειρηματιών και επαγγελματιών που
βρίσκονταν στη φυλακή για χρέη. Απελευθερώθηκαν έτσι περίπου 2.000 άτομα. Στη
συνέχεια, καταργήθηκε η προσωποκράτηση για χρέη.
5.5 «Ρύθμιση» αγροτικών χρεών. Το 1968, επίσης,
«ρυθμίστηκαν», δηλαδή σχεδόν χαρίστηκαν, συσσωρευμένα αγροτικά χρέη. Ωφελήθηκαν
644.000 οφειλέτες, για συνολικό ποσόν ύψους 7,6 δισεκατομμυρίων δραχμών της
εποχής.
Το ποσόν αυτό ήταν ίσο με το σύνολο των απλήρωτων υπολοίπων
των δανείων προς τη βιοτεχνία στα τέλη του ίδιου έτους!
Η άφεση των χρεών συνοδεύτηκε με παραινέσεις του Γ.
Παπαδόπουλου προς τους αγρότες: «Δεν θέλομεν πλέον αγρότας εις το καφενείον»,
αποφάνθηκε ο δικτάτωρ. Ενα άλλο σημαντικό μέτρο υπέρ των αγροτών ήταν ότι
διαχωρίστηκε η εισοδηματική ενίσχυσή τους από τη διαμόρφωση των τιμών των
προϊόντων τους. Με τον τρόπο αυτό, η διακίνηση των αγροτικών προϊόντων πέρασε
σε ιδιωτικά χέρια, ενώ μέχρι τότε η συγκέντρωση γινόταν από κρατικούς φορείς.
5.6 Δωρεάν διανομή φοιτητικών συγγραμμάτων. Το μέτρο αυτό
ξεκίνησε από τη δικτατορία και ισχύει μέχρι σήμερα. Εκτός από τη δωρεάν διανομή
των συγγραμμάτων, η δικτατορία εισήγαγε και ρυθμίσεις για τη «διευκόλυνση» των
σπουδών, καθιερώνοντας τη δυνατότητα μεταφοράς μαθημάτων από έτος σε έτος.
5.7 Μονιμότητα δημοσίων υπαλλήλων. Το 1968 καθιερώθηκε η
«ισοβιότητα» (μονιμότητα) όλων των δημοσίων υπαλλήλων, με ορισμένες προϋποθέσεις.
Το μέτρο αυτό ελήφθη μετά την εκκαθάριση των υπηρεσιών από τα πρόσωπα που
θεωρούνταν «ύποπτα» για τα κοινωνικά τους φρονήματα και που δεν δέχτηκαν να
υπογράψουν δήλωση περί αυτών.
Το 1969 η δικτατορία έλαβε ένα πολύ σοβαρό μέτρο στο δημόσιο
τομέα, καθιερώνοντας τη μονιμοποίηση και την ένταξη στην ιεραρχία όλων των
εκτάκτων υπαλλήλων. Οποιος δεν είχε υπερβεί ένα (διευρυμένο) όριο ηλικίας και
κατείχε τα τυπικά προσόντα του κλάδου στον οποίον υπηρετούσε, εντασσόταν στην
ιεραρχία, με κανονικό βαθμό και αποδοχές. Η θέση του στην επετηρίδα βρισκόταν
«εις το αριστερόν» των παλαιοτέρων τακτικών υπαλλήλων, ώστε να μη δημιουργηθούν
παράπονα εκ μέρους τους.
5.8 Πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Ενα μεγάλο βήμα
ήταν η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, τον Σεπτέμβριο του
1971. Με την κατάργηση των πιστοποιητικών, δεν έπαψε ο έλεγχος των φρονημάτων.
Εγινε όμως ηπιότερος και δεν επεκτεινόταν στα φρονήματα των προγόνων των
ενδιαφερομένων, εφ' όσον οι πρόγονοι δεν ήταν ενεργοί κομμουνιστές.
6. Επίλογος
Με όλους τους κινδύνους που ενέχουν οι γενικεύσεις, μια
αντικειμενική αξιολόγηση των οικονομικών της 21ης Απριλίου θα έπρεπε να
περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:
Η ελληνική οικονομία συνέχισε στα χρόνια 1967-1974 να
πορεύεται στην ίδια κατεύθυνση που είχε χαραχθεί από τις κυβερνήσεις του
Συναγερμού και της ΕΡΕ και που ακολούθησαν και οι κυβερνήσεις του Κέντρου.
Καθώς οι τελευταίες ήταν βραχύβιες, υπήρξε μια χαλάρωση σε πολλά σημεία της
οικονομικής πολιτικής, χαλάρωση επουσιώδης με τα σημερινά κριτήρια. Οι
δικτάτορες δεν δοκίμασαν να κάνουν κάτι καινούργιο, ως προς την κατεύθυνση.
Επιχείρησαν όμως να επιταχύνουν την πορεία.
Για να πετύχουν το στόχο τους, υιοθέτησαν μέτρα έντονης
κρατικής παρέμβασης, με αποτέλεσμα την αύξηση του δημόσιου χρέους (που ήταν
πάντως ελάχιστο σε σχέση με τα σημερινά μέτρα). Προσπάθησαν επίσης να
προσελκύσουν το ξένο κεφάλαιο (με ένταση πολύ χαμηλότερη απ' ό,τι οι
κυβερνήσεις των τελευταίων ετών) και να αυξήσουν τους άδηλους πόρους (η αύξηση
των οποίων είχε βέβαια ως ιστορικό υπόβαθρο τη μετανάστευση, που ήταν έργο
προηγούμενων κυβερνήσεων). Η προσπάθεια για επιτάχυνση επέφερε υπερθέρμανση της
οικονομίας. Αν δεν συνέτρεχε η διεθνής οικονομική κρίση, η υπερθέρμανση θα
έμενε σε ένα επίπεδο πληθωρισμού 5%-6%, που δεν θα ήταν δύσκολο να μειωθεί (τα
μέσα δεν έχουν αλλάξει).
Δυστυχώς για την υστεροφημία τους, η διεθνής οικονομική
κρίση ανέτρεψε πλήρως το σκηνικό και τις ουτοπίες των συνταγματαρχών και
εκείνων που υπαγόρευαν την οικονομική πολιτική τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Μέσα στην απέραντη βιβλιογραφία, το κείμενο αυτό στηρίχθηκε
ιδιαίτερα στα έργα: Νίκος Ψυρούκης «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», τέταρτος
τόμος, Αθήνα 1983. Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (με τη συνεργασία της Βάσως Πορταρίτου),
Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας, Αθήνα 1979.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Soloup. Ο Απρίλης, οι εκλογές & ένα πραξικόπημα.
Ξαναδιαβάζουμε Βορίδη - Φαήλο - Τέλλογλου & New Statesman/BBC