Tριάντα χρόνια από τη χρεοκωπία του Μεξικού, η Ελλάδα πρέπει να σπάσει αυτό το σαδιστικό σπιράλ του χρέους
Του Νικ Ντίαρντεν*Την ώρα που οι ηγέτες της Ελλάδας πληρώνουν την τελευταία δόση πολλών δισεκατομμυρίων για το χρέος τους, καλό θα ήταν να σημειώσουν την επέτειο ενός γεγονότος εξαιρετικής σημασίας και απήχησης.
Στις 20 Αυγούστου 1982, το Μεξικό κήρυξε στάση πληρωμών – κηρύσσοντας έτσι χρεοκοπία επί των τεράστιων χρεών του. Παρά το γεγονός πως τα χρέη σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής είχαν προκαλέσει βάσανα για αρκετά χρόνια, εκείνη ήταν η στιγμή που οι ηγέτες της Δύσης πιέστηκαν να αντιμετωπίσουν αυτό που μετά ονομάστηκε “Τρίτη Παγκόσμια Κρίση Χρέους”.
Το Μεξικό χρωστούσε περισσότερο από 50 δισ. δολάρια, 90% των οποίων σε ξένους ιδιώτες δανειστές – κυρίως από τις τράπεζες των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Βρετανίας. Αυτές οι τράπεζες προσέφεραν απεριόριστα δάνεια τη δεκαετία του 1970 χρησιμοποιώντας τα κέρδη που είχαν καταθέσει σε αυτές οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες από την έκρηξη των τιμών. Η αμερικανική υπερκατανάλωση, ιδιαίτερα στον Πόλεμο του Βιετνάμ, ανακυκλώθηκε υπό μορφήν χρέους προς τον υπόλοιπο κόσμο και για να επιτευχθεί αυτό διαλύθηκαν και οι έλεγχοι στις διεθνείς μετακινήσεις χρημάτων.
Ακριβώς όπως η κρίση που διανύουμε τώρα, τα τραπεζικά δάνεια σε χώρες του Τρίτου Κόσμου έτειναν να οργανώνονται μέσω κοινοπραξιών, δηλαδή τα έκαναν ένα πακέτο και μετά τα δάνειζαν ως ένα. Αυτή η ομαδοποίηση σήμαινε πως πολλές τράπεζες δεν ένιωθαν πως χρειάζεται να προχωρήσουν σε δικές τους εκτιμήσεις κινδύνου. Τέσσερις εκ των 15 μεγαλύτερων δανειστών της Λατινικής Αμερικής μέχρι το 1982, ήταν οι εξής βρετανικές τράπεζες: Lloyds, Midland, Barclays και η Natwest. Στους Αμερικάνους δανειστές συμπεριλαμβάνονταν οι Citicorp, Bank of America και η Chase Manhattan.
Τώρα οι αμερικανικές και οι βρετανικές τράπεζες αντιμετώπισαν μια κρίση. Αν τα δάνεια από το Μεξικό και από τις άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής δεν είχαν πληρωθεί, θα μπορούσαν να έχουν πτωχεύσει. Οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν τη Λατινική Αμερική, οδηγώντας τις περισσότερες χώρες κοντά στη χρεοκοπία και χειραγώγησαν τις ΗΠΑ για να τις καθαρίσουν από το πρόβλημά τους. Οι ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν, βάζοντας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και αργότερα την Παγκόσμια Τράπεζα να προσφέρουν πακέτα διάσωσης στις κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής.
Το 1982 το ΔΝΤ δάνεισε στο Μεξικό 4 δισ. δολάρια, τα οποία έφυγαν άμεσα από τη χώρα για να πληρώσουν τις τράπεζες της Δύσης – πρόκειται για μια τέλεια απεικόνιση αυτού που συμβαίνει σήμερα με τα λεγόμενα πακέτα διάσωσης στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης σήμερα. Την ίδια ώρα, το ΔΝΤ επέμενε να επιβάλει στο Μεξικό ριζοσπαστική λιτότητα και φιλελευθεροποίηση. Υπήρξαν περικοπές σε κάθε τομέα κυβερνητικής δαπάνης.
Η οικονομία κατέρρευσε και τελμάτωσε, πολλές βιομηχανίες έκλεισαν και χάθηκαν τουλάχιστον 800.000 θέσεις εργασίας στο σύνολο. Μέχρι το 1989, η μεξικανική οικονομία παρέμενε 11% μικρότερη από το 1981. Ωστόσο, το χρέος διπλασιάστηκε από το 30% του ΑΕΠ το 1982 στο 60% μέχρι το 1987.
Η ίδια ιστορία επαναλαμβανόταν ανά τη Λατινική Αμερική. Το 1990 οι οικονομίες της Λατινικής Αμερικής ήταν κατά μέσο όρο 8% μικρότερες από ό,τι ήταν το 1980 και ο αριθμός των ανθρώπων που ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας αυξήθηκε από τα 144 εκατ. στα 211 εκατ. Ο Κολομβιανός πρώην υπουργός Οικονομικών Χοσέ Αντόνιο Οκάμπο αποκαλεί τα πακέτα διάσωσης “έναν άριστο τρόπο επίλυσης της αμερικανικής τραπεζικής κρίσης και έναν απαίσιο τρόπο επίλυσης της λατινοαμερικάνικης κρίσης χρέους”.
Στο μεταξύ, το εξωτερικό χρέος υπερδιπλασιάστηκε (από έναν μέσο όρο 17% το 1982 στο 44% μέχρι το 1988). Όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα σήμερα, τα πακέτα διάσωσης δεν είχαν καμία σχέση με τα μακροπρόθεσμα βιώσιμα οικονομικά – διέσωζαν μόνο τους απερίσκεπτους δανειστές που το είχαν παρακάνει.
Στην πραγματικότητα, οι τράπεζες σταδιακά μείωσαν τη “λογιστική αξία” τού πόσο θεωρούσαν πως κόστιζαν τα χρέη, ακόμη και όταν αυτά αποπληρώνονταν. Τους επετράπη να περάσουν αυτές τις θεωρητικές απώλειες ως συμψηφισμό κερδών για φορολογικούς λόγους, μειώνοντας σημαντικά το σύνολο των φόρων που καλούνταν να πληρώσουν οι βρετανικές και οι αμερικανικές τράπεζες. Μόνο το 1987, η Barclays, η Midland, η Lloyds και η Natwest έλαβαν φοροαπαλλαγές σε μορφή επιδόματος ύψους 1,75 δισ. δολ. Στη συνέχεια, ο επικεφαλής της καμπάνιας “Πόλεμος στις Ανάγκες” κατηγόρησε την κυβέρνηση Θάτσερ πως “συντάχθηκε με τις τράπεζες, μεταθέτοντας το βάρος της αποπληρωμής στους φορολογούμενους”.
Οι πολιτικές διάσωσης και λιτότητας συνέχισαν να ακολουθούνται ανά τον κόσμο τα χρόνια που ακολούθησαν τη λατινοαμερικάνικη καταστροφή. Η εμπειρία αυτή οδήγησε δεκάδες χώρες σε δύο χαμένες δεκαετίες ανάπτυξης και ενθρόνισαν τους χρηματιστές νέους ως τους νέους αφέντες του σύμπαντος.
Σήμερα, η Ελλάδα όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μπορούν να μάθουν από την εμπειρία της Λατινικής Αμερικής από τη δεκαετία του 1980. Τότε, όπως τώρα, τα χρήματα της διάσωσης χρησιμοποιούνταν για να αποπληρώσουν… απερίσκεπτες τράπεζες, ενώ η λιτότητα εξυπηρέτησε μόνο τη συρρίκνωση των οικονομιών και αύξησε το σχετικό μέγεθος του χρέους. Από το 2010 το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί από το 118% επί του ΑΕΠ στο 150% το 2012. Η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 15% από την αρχή του 2010 και η ανεργία έχει φτάσει το 19%.
Η επανάληψη τέτοιων αποτυχημένων πολιτικών είναι περισσότερο από απροσεξία. Το μέλλον της οικονομίας της Ευρώπης, και της παγκόσμιας οικονομίας τελικά, θα κριθεί από τη μάχη ανάμεσα στους οικονομικούς αφέντες από τη μία και τους λαούς των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρώπης από την άλλη – με πρώτη την Ελλάδα. Είτε θα πάρουμε πίσω τον έλεγχο της οικονομίας μας από τις τράπεζες, είτε θα βαθύνουμε ένα οικονομικό πείραμα το οποίο είχε ανυπολόγιστο κόστος στις ζωές και τις μοίρες εκατομμυρίων ανθρώπων.
*Ο Νικ Ντίαρντεν είναι διευθυντής της Jubilee Debt Campaign
Mετάφραση : Αναστασία Γιάμαλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.