Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Τι τις θέλουμε τις τράπεζες Εξαιρετικο αρθρο του Θόδωρου Παρασκευόπουλου Epohi.gr

Η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών (με αξιοσημείωτη εξαίρεση την Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, που υποδεικνύει ότι πιθανόν να θυσιαστούν) εξελίσσεται σε σκάνδαλο πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων από όσα σκάνδαλα απασχόλησαν στο παρελθόν πολιτικές και δικαστικές αρχές. Είναι κιόλας τελείως διαφορετική η φύση του. Εδώ δεν πρόκειται για κάποιους πολιτικούς που βάλανε δημόσιο χρήμα στην τσέπη ή για τη, συνηθισμένη παγκοσμίως, χρηματοδότηση των αστικών κομμάτων με μίζες. Στην περίπτωση της ανακεφαλαιοποίησης πρόκειται για μεταφορά δημόσιου χρήματος σε ιδιωτικά σεντούκια με συνδρομή του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου και των ευρωπαϊκών αρχών.
Η ανάγκη να χορηγηθεί κεφαλαιακή ενίσχυση στις τράπεζες δημιουργήθηκε από την ελλιπή κάλυψη των υποχρεώσεων των τραπεζών με δικά τους διαθέσιμα κεφάλαια. Αυτή με τη σειρά της οφείλεται στα επισφαλή δάνεια, δηλαδή στην αδυναμία των οφειλετών να πληρώσουν τοκοχρεολύσια, και στο κούρεμα των ομολόγων του Δημοσίου που κατέχουν. Βέβαια, οι τράπεζες είναι εξίσου υπεύθυνες για τα επισφαλή δάνεια, αφού οι ίδιες συνέβαλαν στην οικονομική κρίση, αλλά και για τη δημοσιονομική κρίση που επέφερε το κούρεμα των ομολόγων, αφού επί μία δεκαετία δανείζονταν φθηνά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δάνειζαν ακριβά το Δημόσιο.

Ανακεφαλαιοποίηση και κρατικοποίηση

Η κεφαλαιακή ενίσχυση θα έχει συνολικό ύψος 50 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία 18 δισεκατομμύρια έχουν ήδη δοθεί σε τέσσερις τράπεζες. Αυτά τα χρήματα το Δημόσιο τα δανείζεται και αποτελούν μέρος του συνολικού ποσού που θα δανειστεί το ελληνικό κράτος βάσει της Δανειακής Σύμβασης^ προστίθενται δηλαδή στο δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, από τα 50 δισεκατομμύρια το ελληνικό δημόσιο θα ανακτήσει το πολύ 16, δηλαδή λιγότερο από 30%. Ακόμα, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα φτάσουν και δεν θα χρειαστεί νέα κεφαλαιακή ενίσχυση.
Εάν, τώρα, οποιοσδήποτε τραπεζίτης δάνειζε σε κάποιον και είχε έκθεση έγκυρου αξιολογητή, ότι ο δανειολήπτης θα επιστρέψει το πολύ το 30%, ο τραπεζίτης θα πήγαινε φυλακή. Την κυβέρνηση δεν την απαλλάσσει από τις ευθύνες το ότι όλα αυτά έχουν κυρωθεί από τη Βουλή, γιατί η Βουλή  δεν περιγράφει πώς θα εξασφαλιστεί η ανάκτηση του ποσού και οι τόκοι. Σε άλλες χώρες, π.χ. στη Σουηδία, παρόμοιες κρίσεις αντιμετωπίστηκαν με κρατικοποίηση, δηλαδή μετατροπή της ενίσχυσης σε τίτλους ιδιοκτησίας, και πώληση, επανιδιωτικοποίηση δηλαδή, όταν οι τράπεζες είχαν εξυγιανθεί. Μόλις πριν από λίγες μέρες το ισπανικό Δημόσιο μετέτρεψε σε κοινές μετοχές δάνειο 4,5 δισεκατομμυρίων που είχε δώσει στην τέταρτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ισπανίας, και ανέλαβε τη διοίκηση.

Έχουμε ήδη πληρώσει το αντίτιμο

Στην Ελλάδα η παροδική κρατικοποίηση δεν έχει οικονομική αξία, αφού τα 50 δισεκατομμύρια είναι τουλάχιστον πενταπλάσια της χρηματιστηριακής αξίας των ελληνικών τραπεζών^ ήδη το 2009 με τα 5 δισεκατομμύρια μετρητά που είχαν δοθεί στις τράπεζες, το Δημόσιο θα μπορούσε να πάρει το 30% περίπου των μετοχών, δηλαδή τον έλεγχο των τραπεζών. Αυτή ήταν και η απάντηση στην επιπόλαιη κριτική του Δημήτρη Χατζησωκράτη ότι η πρόταση για κρατικοποίηση των τραπεζών ήταν οικονομικά μετέωρη. Εκείνο που ο επικριτής δεν είχε σκεφτεί, ήταν ότι τα λεφτά είχαν ήδη δοθεί.
Αφού λοιπόν η ανάκτηση των χρημάτων του Δημοσίου είναι αδύνατη, η μόνη δυνατή αιτιολόγηση σήμερα για τη χορήγηση της κεφαλαιακής ενίσχυσης με κρατικοποίηση είναι πολιτική: το κράτος ενισχύει τις τράπεζες για να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα και τις υπάγει στη δική του ιδιοκτησία, όχι για να εξασφαλίσει τα χρήματα που δίνει (η εξασφάλιση είναι αδύνατη), αλλά για να τις αναδιαρθρώσει και να τις μετατρέψει σε εργαλείο της οικονομικής του πολιτικής, και έτσι να εξασφαλίσει έμμεσα τους πόρους που θα έχει διαθέσει.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι τραπεζίτες, ιδιώτες και κεντρικοί, αντιδρούν στην προοπτική η κεφαλαιακή ενίσχυση να έχει αντάλλαγμα κοινές μετοχές. Ξέρουν ότι ιδιωτικοί πόροι είναι αδύνατο να βρεθούν και ξέρουν ότι, και να έχει το κράτος την πρόθεση να επανιδιωτικοποιήσει τις τράπεζες αν η ενίσχυση συνεπάγεται την κρατικοποίησή τους, δεν θα μπορεί να το κάνει παρά μόνο με μεγάλες απώλειες, δηλαδή μεγάλο πολιτικό κόστος. Κινδυνεύουν δηλαδή, και γι’ αυτόν τον λόγο σκαρφίζονται, μαζί με τους κατεστημένους πολιτικούς και τους ευρωπαίους ομοϊδεάτες τους, αστείες λύσεις, όπως οι κοινές μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Κοινωνικά ιδρύματα με ιδιωτική ιδιοκτησία

Η κριτική, τώρα, που ασκεί η Αριστερά στο ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα έρχεται από διάφορες οπτικές γωνίες. Η πρώτη, η θεμελιώδης, κριτική είναι ότι οι τράπεζες είναι, στον σημερινό κιόλας καπιταλισμό όπου ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεσπόζει, κατ’ εξοχήν κοινωνικά ιδρύματα: κρατικά κεφάλαια και εγγυήσεις –ακόμα και η εγγύηση των καταθέσεων μέχρι 100.000 ευρώ από το κράτος είναι ενίσχυση των τραπεζιτών, γιατί αυτοί θα έπρεπε να εγγυώνται^ χωρίς έλεγχο πώς εξασφαλίζει το κράτος ότι αυτή η εγγύηση δεν θα καταπέσει;–, αλλά και διαχείριση (και εκμετάλλευση) των αποταμιεύσεων των πολιτών: με βάση τις αποταμιεύσεις οι τράπεζες δημιουργούν χρήμα (δίνουν δάνεια) και έχουν κέρδη. Πολύ περισσότερο που, μετά την «απελευθέρωση» της τραπεζικής αγοράς, δηλαδή την κατάργηση ελέγχων και περιορισμών, η κερδοσκοπική δραστηριότητα των τραπεζών («επενδυτική» λέγεται κατ’ ευφημισμόν) θέτει σε κίνδυνο τις αποταμιεύσεις.
Η δεύτερη, η λειτουργική, κριτική είναι ότι σε όλη την προηγούμενη εικοσαετία η λειτουργία των ιδιωτικών τραπεζών αποδείχθηκε επιβλαβής για την οικονομία και ωφέλιμη μόνο για τους τραπεζίτες^ ούτε καν για τους μικρομετόχους, οι οποίοι με τη χρηματοπιστωτική κρίση έχασαν τα λεφτά τους ή τις συντάξεις τους, εάν τα ταμεία τους είχαν τοποθετήσει τα λεφτά τους σε μετοχές τραπεζών. Αντίθετα, μόνο η ύπαρξη ισχυρών δημόσιων τραπεζών λειτουργεί επωφελώς για την οικονομία. Δεν είναι τυχαίο που η γερμανική οικονομία είναι η ισχυρότερη στην Ευρώπη^ εκτός της έντονης άμεσης κρατικής παρέμβασης, η Γερμανία διαθέτει τον μεγαλύτερο δημόσιο τραπεζικό τομέα στην Ευρώπη, με διάφορες μορφές ιδιοκτησίας (ομοσπονδιακή, πολιτειακή, δημοτική, συνεταιριστική). Μάλιστα, γερμανοί επιχειρηματίες, που είχαν έρθει να συζητήσουν για επενδύσεις στην Ελλάδα, έλεγαν ότι χωρίς δημόσια τράπεζα επενδύσεις δεν μπορούν να σχεδιαστούν και να γίνουν.

Ο έλεγχος της ροής χρήματος

Η τρίτη, η προγραμματική, κριτική είναι ότι ο έλεγχος της ροής του χρήματος είναι απαραίτητος για τον μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας. Χρειάζεται για την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, ώστε η κοινωνική παραγωγή να βασίζεται όλο και περισσότερο στην κοινοκτημοσύνη και τον σχεδιασμό, αντί στην καπιταλιστική ιδιοκτησία και την κερδοσκοπική αυθορμησία, για την οικολογική μεταστροφή της παραγωγής, για την ενίσχυση του τομέα των δημόσιων αγαθών εις βάρος του τομέα των εμπορευμάτων. Αυτή η προγραμματική θέση της Αριστεράς ενισχύει ακόμα περισσότερο τους φόβους των τραπεζιτών και των αστικών κομμάτων μπροστά στο ενδεχόμενο να κρατικοποιηθούν οι τράπεζες με τη χορήγηση κεφαλαιακής ενίσχυσης. Σου λέει: κι αν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ; Εδώ εμφανίζεται και μια από τις μεγάλες αντιφάσεις της αστικής οικονομίας: σε καμία άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί ότι κάποιος που βάζει τα λεφτά για τη διάσωση επιχειρήσεων, δεν αποκτά αμέσως και τον πλήρη έλεγχό τους. Αυτό ισχύει μόνο όταν πρόκειται για δημόσιο χρήμα!

Δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών

Η δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών –και μάλιστα ή πλήρης και αδιαίρετη, ανεξάρτητα από την εκάστοτε μορφή– είναι γι’ αυτούς τους λόγους εκ των ων ουκ άνευ για οποιοδήποτε αριστερό πρόγραμμα. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι, αν δεν μπορείς, με διοικητική πράξη κιόλας, να υπαγάγεις τις τράπεζες στο Δημόσιο, πρέπει να παραιτηθείς από το αριστερό πρόγραμμά σου! Η υπαγωγή οποιουδήποτε τομέα σε δημόσια ιδιοκτησία δεν είναι ζήτημα τσαμπουκά, αλλά πολιτικής: ελιγμών, συμμαχιών, οπισθοδρομήσεων ή μερικών επιτυχιών κ.λπ.. Άλλωστε και από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες της αριστερής κριτικής, μόνο η δεύτερη, η λειτουργική, είναι πειστική για ανθρώπους από ευρύτερες κοινωνικές τάξεις και κοινωνικά στρώματα, που βλέπουν το αδιέξοδο του σημερινού ιδιοκτησιακού καθεστώτος και της σημερινής λειτουργίας του τραπεζικούς συστήματος και τις δυσμενείς επιπτώσεις στην εκάστοτε δική τους περίπτωση.
Αλλά και από αυτήν, τη λειτουργική κριτική μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα για τη διάρθρωση, τη διεύθυνση και τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, τα οποία είναι αναγκαία, αφού μάλιστα η Αριστερά σήμερα καλείται να τοποθετηθεί σαφώς για πράγματα που ίσως κληθεί, όχι σε ένα απώτερο μέλλον, αλλά τον άλλο μήνα να εφαρμόσει. Χρειάζεται μόνο να έχει κανείς κατά νου ότι «Γκρίζα η κάθε θεωρία, πράσινο όμως το χρυσαφένιο δέντρο της ζωής!», ότι δηλαδή οι εκάστοτε συγκεκριμένες μορφές προκύπτουν από μια περίπλοκη πραγματικότητα που αλλάζει με δικούς της κανόνες. Όπως και να είναι όμως, μπορούμε σήμερα και με βάση επεξεργασίες αριστερών κομμάτων και θεωρητικών από άλλες χώρες, να πούμε ότι χρειάζονται διαφορετικές μορφές δημόσιας ιδιοκτησίας, διοίκησης και λειτουργίας.

Τι ακριβώς χρειαζόμαστε

Λόγου χάριν, χρειάζονται λίγες μεγάλες τράπεζες, υπό τον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης, για τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων ή μεγάλων επενδύσεων. Χρειάζεται ένα πυκνό δίκτυο συνεταιριστικών τραπεζών, όχι μόνο για την αγροτική παραγωγή, αλλά και για το εμπόριο γενικά, για τη μικρή αστική παραγωγή κ.λπ.. Χρειάζεται ακόμα ένα δίκτυο ταμιευτηρίων (κατά το πρότυπο των αμερικανικών «Save and Loan» που τις κατέστρεψε ο νεοφιλελευθερισμός την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα ή των βρετανικών, στεγαστικών κυρίως, «Β and L» ή των γερμανικών «Spar- und Leihkassen», ταμιευτηρίων που ιδρύθηκαν για να συγκεντρώνουν τις λαϊκές, κυρίως εργατικές, αποταμιεύσεις και να χορηγούν στεγαστικά κυρίως δάνεια. Στην Κεντρική Ευρώπη η λειτουργία αυτών των ταμιευτηρίων έχει από καιρό επεκταθεί στη δανειοδότηση και την παροχή συμβουλών σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Στον καπιταλισμό, όπου υπάρχουν αυτές οι τραπεζικές μορφές, η διοίκηση και η λειτουργία τους υπακούει στο αυταρχικό-κερδοσκοπικό καπιταλιστικό πρότυπο, χωρίς δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο ή δημοκρατικό σχεδιασμό και καθορισμό στόχων και χωρίς σύνδεση με έναν κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας. Αυτός είναι ο λόγος που συχνά φθίνουν ή καταστρέφονται. Όμως, αυτή η κριτική, εάν οδηγήσει στην απόρριψη τραπεζικών σχημάτων που έχουν αναδειχθεί επειδή η δημόσια παρέμβαση είναι αναγκαία στον καπιταλισμό, θα έχει αστοχήσει. Βλέπεις, είναι τόσο εκτός ιστορικού υλισμού η θεωρία ότι η εργατική εξουσία θα τα κάνει όλα από την αρχή, χωρίς να βασιστεί σε όσα αναδύονται από τις αντιφάσεις του παλιού συστήματος, που καταντάει τροχοπέδη για τη σκέψη και την άσκηση πολιτικής. Το παράδειγμα του ΚΚΕ και της πολιτικής του, που βασίζεται σε αυτό το μεταφυσικό κατασκεύασμα είναι προς αποφυγήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.